- καταρχαί
- καταρχήbeginningfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταρχαί — Θυσίες ή σπονδές που προσφέρονταν κατά την αρχαιότητα στην αρχή μεγάλης δημόσιας ή ιδιωτικής επιχείρησης, όπως η κήρυξη πολέμου, η τέλεση γάμου κλπ. H λέξη σήμαινε και τη μαντεία για τον εύθετο χρόνο έναρξης οποιασδήποτε επιχείρησης … Dictionary of Greek
καταρχή — καταρχή, ἡ (Α) 1. αρχή, έναρξη («ἀπὸ δὲ ταύτης τῆς καταρχῆς Ῥωμαῑοι μὲν εὐθέως ἄλλους πρεσβευτὰς ἐξαπέστειλαν πρὸς Κορινθίους», Πολ.) 2. αστρολ. η πρόβλεψη μιας κατάστασης με την παρατήρηση τών αστέρων, η προμάντευση 3. εξουσία κυριαρχία 4. η… … Dictionary of Greek